ουραιμικός

ουραιμικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουραιμία.
2. αυτός που πάσχει από ουραιμία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ουραιμικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουραιμία 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από ουραιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουραιμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Θ. Τσικόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”